ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΒΕΑ, κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ 5ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ RE+D BUSINESS FORUM: RIDING OUT THE STORM 5 Οκτωβρίου 2010

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΒΕΑ, κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ 5ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ RE+D BUSINESS FORUM: RIDING OUT THE STORM 5 Οκτωβρίου 2010

Σήμερα, η χώρα μας βρίσκεται κάτω από τη σκιά μιας πρωτοφανούς δημοσιονομικής κρίσης, η οποία έχει μεταβάλει δραματικά τις συνθήκες άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας και έχει σοβαρότατες επιπτώσεις και στον κλάδο κατασκευών και βέβαια στην αγορά ακινήτων.

Τα μηνύματα που λαμβάνουμε από τις επιχειρήσεις του κλάδου, είναι ολοένα και πιο ανησυχητικά. Τολμώ να πω ότι είναι πρωτόγνωρα για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς. Καταστήματα ακόμα και σε γνωστές εμπορικές συνοικίες κλείνουν, εμπορικά ακίνητα παραμένουν ξενοίκιαστα, επί μήνες, εκατοντάδες χιλιάδες νεόδμητες κατοικίες είναι στα αζήτητα. Οι πολίτες παρακολουθούν αμήχανοι τις εξελίξεις στην οικονομία και διακατέχονται από αισθήματα επιφυλακτικότητας και ανασφάλειας, τα οποία καταγράφονται στην περιορισμένη ζήτηση. Από την άλλη πλευρά, ο πανάκριβος και δυσεύρετος δανεισμός και η έλλειψη ρευστότητας, που συνεπάγεται, η άνοδος των φορολογικών συντελεστών, η αύξηση του ΦΠΑ και οι υπόλοιπες αυξήσεις, που ο κάθε επιχειρηματίας προσπαθεί να απορροφήσει για να αποφύγει την περαιτέρω συρρίκνωση, επιδεινώνουν τις συνθήκες ασφυξίας στην αγορά.

Χωρίς αμφιβολία, το 2010 ήταν μία πολύ δύσκολη χρονιά. Το ίδιο δύσκολο αναμένεται να είναι και το 2011. Μόλις χθες, κατατέθηκε στη Βουλή το προσχέδιο προϋπολογισμού για το 2011, το οποίο θα στοχεύει σε ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, περιορίζοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2011 στο 7,6% του ΑΕΠ, επιβάλλοντας πρόσθετους φόρους ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ – σε μία αγορά που κυριολεκτικά έχει γονατίσει – τιμωρώντας με έκτακτες εισφορές – για άλλη μία χρονιά – τις κερδοφόρες επιχειρήσεις, και περικόπτοντας κατά ενάμισι δισεκατομμύριο ευρώ τις δαπάνες. Δε χρειάζεται να είναι κανείς γνώστης οικονομικών για να αντιληφθεί ότι ο προϋπολογισμός αυτός θα αφαιρέσει πολύτιμο οξυγόνο από τις επιχειρήσεις, θα επιβαρύνει κι άλλο την αγορά, θα επιδεινώσει την οικονομική δυσπραγία. 

Υπό αυτές τις συνθήκες, η κατάσταση παραμένει δύσκολη για όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα για την αγορά ακινήτων, αυτή αποτελεί και θα συνεχίσει να αποτελεί τον καθρέφτη της οικονομικής κατάστασης της χώρας, αποτυπώνοντας το κλίμα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αποτελούσε τον πιο νευραλγικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα χαρακτηρίζεται από απραξία και στασιμότητα με χιλιάδες επαγγελματίες να οδηγούνται στην ανεργία. Κι όμως, παρά τις πιέσεις, παρουσιάζει ακόμα ευκαιρίες.

Πρώτα απ' όλα, υπάρχουν προοπτικές μέσα από την «πράσινη ανάπτυξη», ένα νέο, ανερχόμενο τομέα της οικονομίας, που συνδυάζει επενδυτικά προγράμματα με την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και «παντρεύει» δύο μεγάλες προτεραιότητες: την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνεται η ορθή διαχείριση της ενέργειας στις κτιριακές εγκαταστάσεις, που συντελεί στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, τη μείωση της υπερθέρμανσης των πόλεων, τη βελτίωση του αστικού μικροκλίματος, τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας, αλλά και τη δημιουργία πρόσθετης αξίας σε κάθε κτιριακή επένδυση. Ένα τέτοιο πρόγραμμα, πέρα από τα προφανή περιβαλλοντικά του οφέλη, προσφέρει σημαντική τόνωση στην αγορά, τόσο στον κατασκευαστικό, όσο και σε μια σειρά από σχετικούς επιμέρους κλάδους.

Σε δεύτερο επίπεδο, η δημόσια ακίνητη περιουσία – συμπεριλαμβανομένων των Ολυμπιακών Ακινήτων – η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της είτε παραμένει αναξιοποίητη, είτε υποαποδίδει, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο, που διαθέτει η χώρα. Τα οφέλη από την αξιοποίησή και η συνεπαγόμενη αποκατάσταση του δομημένου αστικού περιβάλλοντος είναι πολλαπλά. Πέρα από την αναβάθμιση της αξίας των υφισταμένων κτιρίων, τα ενεργειακά οφέλη, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στον δοκιμαζόμενο επιχειρηματικό τομέα της οικοδομής, η ποιοτική αποκατάσταση οικοδομών και οικοδομικών συνόλων θα αναζωογονήσει τα αστικά κέντρα – κυρίως το κέντρο της Αθήνας, που έχει εγκαταλειφθεί, τα τελευταία χρόνια – και θα τα καταστήσει σε επιχειρηματικούς και τουριστικούς πόλους έλξης.

Δυστυχώς, οι ιδέες και προτάσεις αυτές δεν είναι καινούριες. Στην πραγματικότητα, συζητιούνται, εδώ και χρόνια. Σκοντάφτουν, όμως, με αποτέλεσμα επενδύσεις ύψους εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, να οδηγούνται σε πολυετείς καθυστερήσεις κι εν τέλει να ακυρώνονται. Και ενώ γνωρίζουμε ότι η ενεργειακή βελτίωση των κτιριακών εγκαταστάσεων, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η αναβάθμιση του αστικού ιστού προσφέρουν οφέλη στην ποιότητα ζωής, στον τουρισμό, στην ανάκαμψη του κατασκευαστικού κλάδου και συνολικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, διατηρούμε τα εμπόδια εκείνα που τελικά ανατρέπουν οποιαδήποτε σοβαρή επενδυτική πρόταση.

Για παράδειγμα, η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων με ιδέες όπως είναι «οι πράσινες στέγες» συζητιέται πλέον εδώ και χρόνια. Τα οφέλη είναι προφανή και για την οικονομία και για την περιβαλλοντική προστασία. Κι όμως, ακόμα εξακολουθούμε να καθυστερούμε στην υλοποίηση τέτοιων προγραμμάτων. Τα σχετικά προγράμματα εξαγγέλλονται και ξανα-εξαγγέλονται και παρότι υπάρχουν κονδύλια, στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013, παραμένουν ακόμα στα χαρτιά. Το ίδιο ισχύει και για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Όσον αφορά στα ολυμπιακά ακίνητα, εμείς δεν μπορέσαμε ποτέ να εμπνευστούμε από το πετυχημένο παράδειγμα της Βαρκελώνης.

Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό από το οποίο πάσχει η χώρα μας και παρεμποδίζει την ανάπτυξη επενδυτικών πλάνων είναι μία ολοκληρωμένη πολιτική με συγκεκριμένους και ξεκάθαρους κανόνες, οι οποίοι τηρούνται αυστηρά από όλους, δημιουργούν διαρκώς ευκαιρίες και κίνητρα και  στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η χώρα μας καλωσορίζει και ενθαρρύνει τις επενδύσεις. Κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις. Τα προβλήματα, όμως, προκύπτουν στην υλοποίηση με τη γραφειοκρατία, την πολυπλοκότητα, την πολυνομία, την αδιαφάνεια στη δημόσια διοίκηση και την εξοντωτική φορολογία. Βασικά εργαλεία επενδυτικής πολιτικής όπως είναι το Ειδικό Χωροταξικό Σχέδιο και τα Ειδικά Πλαίσια  για τον Τουρισμό, τη Βιομηχανία και τις ΑΠΕ παραμένουν ανεφάρμοστα. Οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα για την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής έχουν διακοπεί. Το Πρόγραμμα δε των Δημοσίων Επενδύσεων για το 2010 έχει ήδη περικοπεί κατά 1,1 δισ. ευρώ, καθώς από τα 10,3 δισ. ευρώ που είχαν αρχικώς εγγραφεί ως δαπάνες στον προϋπολογισμό, τελικά με το Μνημόνιο το συνολικό ύψος του ορίου πληρωμών μειώθηκε στα 9,2 δισ. ευρώ. Όλα αυτά αποτελούν τη μεγαλύτερη τροχοπέδη για κάθε επένδυση, μικρή ή μεγάλη.

Αυτό λοιπόν που επί χρόνια, ζητούν οι επενδυτές στην ελληνική αγορά ακινήτων – Έλληνες και ξένοι – είναι ο ξεκάθαρος σχεδιασμός και η εξάλειψη της γραφειοκρατίας. Ζητούν οι όροι του παιχνιδιού να είναι σαφείς και η διαδικασία ταχεία. Ζητούν να γνωρίζουν ακριβώς τι μπορούν να κάνουν και που. Με αυστηρούς κανόνες για το περιβάλλον, αλλά χωρίς ασάφειες, χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς συναλλαγές με κάθε είδους παράγοντες. 

Η ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς ακινήτων, όπως και της ελληνικής οικονομίας, συνολικά,  εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. Θα προκύψει από τις δικές μας αποφάσεις, τις δικές μας πρωτοβουλίες και τις δικές μας ικανότητες να αξιοποιήσουμε κάθε δυνατή ευκαιρία σε κάθε κλάδο της οικονομίας.

Εάν λοιπόν πραγματικά θέλουμε μια δυναμική και εξωστρεφή αγορά ακινήτων, ιδίως στη σημερινή οικονομική συγκυρία, θα πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε μεταρρυθμίσεις. Γιατί, με το σημερινό περιβάλλον, κάθε προσπάθεια θα είναι καταδικασμένη. Έστω και τώρα, έχουμε τη δυνατότητα να διορθώσουμε τις αδυναμίες αυτές και να αναζητήσουμε νέες ευκαιρίες, που αναμφισβήτητα υπάρχουν. Η ελληνική αγορά ακινήτων εξακολουθεί να έχει σημαντικές δυνατότητες και προοπτικές, που μπορεί και οφείλει  να αξιοποιήσει, στηρίζοντας την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

Πηγή: ΕΒΕΑ