Περιορίζονται δραστικά οι οικονομικές προσδοκίες [06/08/2008]

Υποχώρηση 0,6 μονάδων εμφάνισε τον Ιούλιο ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της αβεβαιότητας που συνεχίζει να επικρατεί στο εγχώριο αλλά και διεθνές περιβάλλον, σύμφωνα με τη μηνιαία έρευνα συγκυρίας του ΙΟΒΕ, για το μήνα Ιούλιο.

Η μείωση του δείκτη στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, καθώς, τον περασμένο μήνα, στις ανεπτυγμένες χώρες η πτώση του δείκτη ήταν πολύ μεγάλη. Αναφέρονται χαρακτηριστικά χώρες, όπως η Ιταλία (-9,6), το Ηνωμένο Βασίλειο (-7,2), η Γαλλία (-4,7), η Γερμανία (-4,2) και η Ολλανδία (-3,9).

Στην Ελλάδα, ο δείκτης οικονομικού κλίματος επηρεάστηκε από τις αρνητικές τάσεις που καταγράφονται σε όλους σχεδόν τους τομείς, με εξαίρεση τις κατασκευές, όπου ο σχετικός δείκτης ανακάμπτει. 

Σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ενώ στην Ε.Ε. και στην Ευρωζώνη ο σχετικός δείκτης σημειώνει περαιτέρω πτώση, στην Ελλάδα καταγράφεται μόνο οριακή υποχώρηση.

Οι προβλέψεις των Ελλήνων καταναλωτών για τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας, αλλά ιδιαίτερα οι προβλέψεις τους για την εξέλιξη της ανεργίας, είναι δυσμενέστερες του Ιουνίου. Ωστόσο, ανάκαμψη σημειώνει η πρόθεση για αποταμίευση, ενώ αμβλύνονται ελαφρά οι εξαιρετικά δυσμενείς προβλέψεις για τη χρηματοοικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους.

Ειδικότερα, στην Ελλάδα, η εικόνα που καταγράφει η έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ διαμορφώνεται ως εξής: 

Βιομηχανία
Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών υποχωρεί εκ νέου και διαμορφώνεται στις 93,7 μονάδες, έναντι 96 μονάδων του Ιουνίου, επίδοση που είναι η χαμηλότερη των τελευταίων σχεδόν τριών ετών.

Η υποχώρηση οφείλεται πρωτίστως στην εξασθένηση των θετικών προβλέψεων για την πορεία της παραγωγής το επόμενο τρίμηνο, αλλά και στις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για την εξέλιξη της ζήτησης. Οι προβλέψεις των επιχειρήσεων για την εξέλιξη της παραγωγής κατά τους προσεχείς μήνες επιδεινώνονται τον Ιούλιο, με το σχετικό ισοζύγιο θετικών – αρνητικών απαντήσεων να διαμορφώνεται στο +14 από +22 τον Ιούνιο, επίδοση η οποία είναι και η χαμηλότερη των τελευταίων δύο ετών.

Ωστόσο, οι εκτιμήσεις για το ύψος των αποθεμάτων παραμένουν σταθερές, καθώς τρεις στις τέσσερις κρίνουν τα αποθέματά τους ικανοποιητικά για την εποχή και η διαφορά θετικών – αρνητικών απαντήσεων παραμένει στο +12.

Οι εκτιμήσεις για το επίπεδο των παραγγελιών και της ζήτησης υποχωρούν ελαφρά, με το ποσοστό των επιχειρήσεων που εκτιμά ότι η ζήτηση έχει σημειώσει άνοδο να περιορίζεται στο 9% τον Ιούλιο από 11% τον Ιούνιο. 

Ανώτερες ωστόσο έναντι του Ιουνίου είναι οι εκτιμήσεις για τις παραγγελίες και τη ζήτηση του εξωτερικού, αφού το ισοζύγιο θετικών – αρνητικών απαντήσεων βελτιώνεται κατά 7 μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο.

Πάντως, παραμένει αρνητικό, στις -16 μονάδες, καθώς υπερτερούν οι απαισιόδοξοι, ενώ και οι προβλέψεις για τις εξαγωγές τους επόμενους μήνες διατηρούν την πτωτική τάση που έχει ξεκινήσει από το Μάιο, με το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένει μείωσή τους να διευρύνεται στο +17. 

Εξάλλου, η δυσαρέσκεια των επιχειρήσεων για την εξέλιξη των εξαγωγών αποτυπώνεται και στην τριμηνιαία έρευνα για την κατεύθυνσή τους: το ποσοστό εκείνων που βλέπουν άνοδο των εξαγωγών προς τις χώρες της Ε.Ε. στους προσεχείς μήνες περιορίζεται στο 23% από 29% τον Ιούνιο. 

Από την άλλη πλευρά, οι δυσμενείς αυτές εξελίξεις δεν φαίνεται να πλήττουν το ποσοστό χρησιμοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού, που διευρύνεται στο 77,6% από 76,2% τον Ιούνιο, ενώ και η εξασφαλισμένη παραγωγή διατηρείται στους 5 μήνες. 

Αλλάζει και πάλι τάση η εξέλιξη της απασχόλησης, με τις προβλέψεις τον Ιούλιο να είναι πλέον αρνητικές (-4), όταν τον Ιούνιο ήταν θετικές (+4). Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ιδιαίτερη μεταβλητότητα της απασχόλησης στη βιομηχανία ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι φετινές προβλέψεις είναι δυσμενέστερες του περσινού Ιουλίου. Τέλος, ενισχυμένες είναι τον Ιούλιο οι προβλέψεις ανόδου των τιμών, με τη διαφορά εκείνων που προβλέπουν άνοδο – πτώση να διαμορφώνεται στο +24 από +21 τον περασμένο μήνα, ενώ επτά στους 10 προβλέπουν σταθερότητα.

Λιανικό εμπόριο
Συνεχίζεται η τάση υποχώρησης του δείκτη που ξεκίνησε το Μάιο, με το δείκτη να υποχωρεί κατά 9 μονάδες και να διαμορφώνεται στις 101,3 μονάδες, επίδοση χαμηλότερη και του μακροχρόνιου μέσου όρου (102,9 μονάδες). Ολα τα επιμέρους στοιχεία που διαμορφώνουν τις προσδοκίες στο εμπόριο περιορίζονται τον Ιούλιο. 

Σημαντική είναι η εξασθένηση των προβλέψεων για τις πωλήσεις, ενώ έντονη είναι η διόγκωση των αποθεμάτων. Συγκεκριμένα, το ισοζύγιο θετικών- αρνητικών απαντήσεων για τα αποθέματα εκτινάσσεται στο +21 από +6 τον Ιούνιο, γεγονός που υποδηλώνει ότι αρκετές επιχειρήσεις δεν έχουν προχωρήσει σε σημαντική ρευστοποίηση και άρα η περίοδος των εκπτώσεων δεν ξεκίνησε ιδιαίτερα δυναμικά για αυτές.

Πράγματι, μετριοπαθέστερες εμφανίζονται τον Ιούλιο οι εκτιμήσεις για τις τρέχουσες πωλήσεις, αφού το ποσοστό εκείνων που κρίνουν ότι αυτές μειώθηκαν ανέρχεται στο 20% από 17% τον περασμένο μήνα, παρ' όλο που σταθερά οι μισοί δηλώνουν άνοδο.

Εξάλλου, το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένει αύξηση στις πωλήσεις τους επόμενους μήνες περιορίζεται στο 40% (49% τον Ιούνιο), γι' αυτό και οι παραγγελίες προς τους προμηθευτές σημειώνουν υποχώρηση. Το αντίστοιχο ισοζύγιο περιορίζεται στο +9, από +16 τον Ιούνιο. Τέλος, οι προβλέψεις για αποκλιμάκωση των τιμών συνεχίζονται τον Ιούλιο. 

Από τις επιμέρους κλαδικές εξελίξεις, μόνο τα Υφάσματα – Ενδυση – Υπόδηση κινούνται αντίθετα στο κλίμα απογοήτευσης, που χαρακτηρίζει τους υπόλοιπους κλάδους.

Υπηρεσίες
Ο δείκτης, μετά την πρόσκαιρη άνοδο του Ιουνίου, επανέρχεται στην καθοδική τροχιά των προηγούμενων μηνών και διαμορφώνεται στις 99,4 μονάδες. Η επίδοση αυτή είναι χαμηλότερη των τελευταίων 2,5 ετών, αν και παραμένει ανώτερη του μακροχρόνιου μέσου όρου (96,1 μονάδες).

Η εξέλιξη αυτή πηγάζει ως επί το πλείστον από τη σχετική απαισιοδοξία για τη βραχυπρόθεσμη πορεία της ζήτησης, καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που αναμένει ανάκαμψή της περιορίζεται σημαντικά στο 26%, από 41% τον Ιούνιο. Οι προβλέψεις για την απασχόληση πλήττονται αντίστοιχα με το ποσοστό εκείνων που αναμένουν άνοδο να περιορίζεται στο 20%, έναντι 28% του Ιουνίου. Παρ' όλα αυτά, η αποτίμηση για την τρέχουσα επιχειρηματική δραστηριότητα δεν είναι κακή, ενώ και οι εκτιμήσεις για τη ζήτηση των τελευταίων μηνών δεν διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με τον Ιούνιο. 

Χαμηλότερο πάντως σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι η παραγωγική τους δραστηριότητα διεξάγεται απρόσκοπτα (44% έναντι 49%), με τις επιχειρήσεις που διαφωνούν να αποδίδουν στην ανεπάρκεια της ζήτησης (19%), τη γραφειοκρατία (11%) και την ανεπάρκεια εργατικού δυναμικού (9%) τις δυσκολίες στην ομαλή διεξαγωγή της επιχειρηματικής τους λειτουργίας.

Εμπιστοσύνη Καταναλωτών
Ο δείκτης παραμένει και τον Ιούλιο στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα των δύο προηγούμενων μηνών, υποχωρώντας ελαφρά στις -46 μονάδες, όταν στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη υποχωρεί κατά 3 μονάδες. Σταθερά έτσι οι Ελληνες είναι οι πιο απαισιόδοξοι Ευρωπαίοι, μετά τους Πορτογάλους (-48), με τους περισσότερο απαισιόδοξους να εντοπίζονται στο ηλικιακό στρώμα των 30-49 ετών. 

Να σημειωθεί ότι ο δείκτης εμπιστοσύνης υποχωρεί τον Ιούλιο σε 19 από τις 27 χώρες της Ε.Ε., με αποτέλεσμα τόσο στην Ε.Ε. όσο και στην Ευρωζώνη ο δείκτης να διαμορφώνεται στις -20 μονάδες, επίδοση που συνιστά τη χαμηλότερη επίδοση της τελευταίας πενταετίας. 

Οι προβλέψεις των Ελλήνων για την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους, τους προσεχείς 12 μήνες, βελτιώνονται ελαφρά τον Ιούλιο. Το ποσοστό αυτών που προβλέπουν σημαντική επιδείνωση της οικονομικής τους κατάστασης φθάνει το 27%, ενώ μόνο ένα 7% αναμένει βελτίωση. Το κλίμα απαισιοδοξίας είναι διάχυτο σε όλη την Ευρώπη, ενώ μόνο σε Δανία, Φινλανδία, Σουηδία και Ρουμανία οι αισιόδοξοι πολίτες είναι περισσότεροι από τους απαισιόδοξους.

Αποταμίευση
Η πρόθεση για αποταμίευση των Ελλήνων καταναλωτών αυξάνεται σημαντικά τον Ιούλιο κατά 18 μονάδες, καθώς το 35% δηλώνει ότι θα προσπαθήσει να αποταμιεύσει στον επόμενο χρόνο. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό αφενός της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης, αφετέρου φανερώνει ότι αρχίζουν να γίνονται ελκυστικά τα καταθετικά επιτόκια. 

Ανεργία
Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας πάντως είναι σημαντικά δυσμενέστερες τον Ιούλιο, με το σχετικό ισοζύγιο των προβλέψεων για άνοδο – πτώση της ανεργίας να διευρύνεται στο +50 από +37, εξέλιξη η οποία καταδεικνύει την επιφυλακτικότητα και την αβεβαιότητα των καταναλωτών για τη μακροοικονομική κατάσταση της οικονομίας. Από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., μόνο η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι περισσότερο απαισιόδοξες από την Ελλάδα στις αντίστοιχες προβλέψεις τους.

Το επόμενο 12μηνο
Οι προβλέψεις των καταναλωτών για την οικονομική κατάσταση της χώρας το προσεχές 12μηνο επιδεινώνονται κατά 6 μονάδες, καθώς το 80% των καταναλωτών είναι λιγότερο ή περισσότερο απαισιόδοξο. Οι μόνοι αισιόδοξοι πολίτες για την πορεία της οικονομίας της χώρας τους συνεχίζουν να είναι οι Πολωνοί.

Ανακάμπτουν οι κατασκευές
O δείκτης ανακάμπτει τον Ιούλιο στις 105,2 μονάδες από 97 μονάδες τον Ιούνιο, επίδοση η οποία υπερτερεί σημαντικά τόσο της αντίστοιχης περυσινής όσο και του μακροχρόνιου μέσου όρου (95,9 μονάδες).

Στην άνοδο του δείκτη συμβάλλει πρωτίστως η άμβλυνση των αρνητικών προβλέψεων για το πρόγραμμα εργασιών των επιχειρήσεων. Αν και το σχετικό ισοζύγιο παραμένει αρνητικό, σημειώνει άνοδο 13 μονάδων και διαμορφώνεται στο -21, την καλύτερη επίδοση μετά τον Ιούνιο του 2007.

Περισσότερες επιχειρήσεις σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα δηλώνουν ικανοποιημένες από την τρέχουσα πορεία των εργασιών τους, καθώς το 45% (από 35% τον Ιούνιο) δηλώνει ότι αυτή έχει βελτιωθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ενώ θετικές είναι και οι προβλέψεις για την απασχόληση.

Το βελτιωμένο κλίμα αποτυπώνεται και στους μήνες εξασφαλισμένης δραστηριότητας, οι οποίοι διευρύνονται στους 17,4 έναντι 15,7 τον Ιούνιο, ενώ οι προβλέψεις για τις τιμές τείνουν προς τη σταθερότητα, καθώς όσοι προβλέπουν άνοδο σχεδόν αντισταθμίζονται από αυτούς που προβλέπουν μείωση τιμών. 

Ενισχυμένο στο 23% (από 20% τον Ιούνιο) και στην υψηλότερη τιμή του από το Δεκέμβριο του 2006, εμφανίζεται τον Ιούλιο και το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι δεν αντιμετωπίζει προσκόμματα στην παραγωγική του δραστηριότητα. Πάντως, σταθερά το 30% των επιχειρήσεων επισημαίνει την ανεπάρκεια ζήτησης ως το βασικότερο πρόσκομμα στη λειτουργία του, ενώ ένα 28% δηλώνει παράγοντες που σχετίζονται με τη γραφειοκρατία και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (εκπτώσεις, δημοπρατήσεις κτλ.). 

Η βελτίωση του κλίματος τον Ιούλιο καλύπτει τόσο τα δημόσια έργα, όσο και τις ιδιωτικές κατασκευές.

Πηγή: http://www.naftemporiki.gr/ (ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΪΤΑΝΤΖΙΔΗΣ)