To 65% έως 70% των ελληνικών κρασιών διακινούνται κάθε χρόνο χύμα, ιδίως στους χώρους μαζικής εστίασης, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο το 11μηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου πέρυσι παρουσίασε επιδείνωση, καθώς οι εισαγωγές κρασιών αυξήθηκαν κατά 9% περίπου – τόσο σε αξία, όσο και σε ποσότητα – ενώ οι εξαγωγές σημείωσαν κάμψη κατά 19% σε ποσότητα και κατά 2,4% σε αξία.
Αυτά επισημαίνονται στην κλαδική μελέτη για την αγορά του κρασιού, που εκπόνησε η Hellastat. Πέρυσι η εγχώρια παραγωγή κρασιών αυξήθηκε κατά 8,2%, φθάνοντας στους 380.000 τόνους. Η συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής (90% περίπου) αφορά επιτραπέζιους οίνους έναντι των οίνων ποιότητας – ονομασίας προέλευσης ανωτέρας ποιότητας (ΟΠΑΠ).
Στον κλάδο του κρασιού δραστηριοποιούνται σήμερα 680 οινοποιεία και 40 οινοποιητικοί συνεταιρισμοί. Ωστόσο, λειτουργούν πολυάριθμα μικρά οινοποιεία, που παράγουν κρασί σε μικρή ποσότητα, κυρίως για ίδια κατανάλωση. Η εγχώρια κατανάλωση κρασιού διαμορφώθηκε πέρυσι στους 320.000 τόνους, συνεχίζοντας τη φθίνουσα πορεία της τελευταίας τριετίας.
Οι εισαγωγές κρασιών το 2007 ανήλθαν σε 23.846 τόνους, αξίας 32,33 εκατ. ευρώ. Οι εξαγωγές της Ελλάδας διαμορφώθηκαν σε 34.717 τόνους, αξίας 56,45 εκατ. ευρώ. Κύριες χώρες προορισμού των εξαγωγών είναι η Γερμανία και οι ΗΠΑ.
Σύμφωνα με εκπρόσωπους των επιχειρήσεων του κλάδου, με τους οποίους συνεργάστηκε η Hellastat για την εκπόνηση της μελέτης, ο κλάδος χαρακτηρίζεται από ορισμένες αδυναμίες οι οποίες συνοπτικά αφορούν στη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων χύμα κρασιού, στην εισαγωγή χαμηλού κόστους οίνου (είτε ποιοτικού από τις χώρες του «Νέου Κόσμου», είτε χαμηλής ποιότητας από τις Βαλκανικές κυρίως χώρες), στη διαμόρφωση αρνητικής εικόνας για το ελληνικό κρασί στις διεθνείς αγορές (φθηνό, άρα χαμηλής ποιότητας κρασί), στα κρούσματα υιοθέτησης πρακτικών αθέμιτου ανταγωνισμού, στην έλλειψη ελέγχων, καθώς και στο χαμηλό επίπεδο γνώσης του Έλληνα καταναλωτή για το κρασί.
Οσον αφορά στις προοπτικές του κλάδου, στη μελέτη της Hellastat γίνεται η εκτίμηση ότι αυτός θα αναπτυχθεί με χαμηλούς ρυθμούς τα επόμενα χρόνια, αποσπώντας κυρίως μερίδια από την κατανάλωση άλλων οινοπνευματωδών ποτών, για λόγους που σχετίζονται μεταξύ άλλων με το χαμηλότερο αλκοολικό βαθμό, το χαμηλότερο κόστος αλλά και τις συνήθειες των καταναλωτών.
Η προσπάθεια ανάπτυξης στρατηγικής προώθησης του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό αναμένεται να ευνοήσει μεσοπρόθεσμα τις εταιρείες του κλάδου, καθώς και να ανατρέψει την παρούσα κατάσταση, όπου ο ρυθμός των εξαγωγών βαίνει μειούμενος (αν και αποτελεί θετική εξέλιξη η αύξηση της μέσης τιμής των εξαγωγών).
Παράλληλα, παρατηρείται, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, κάμψη της ζήτησης των premium κρασιών και για τον ίδιο λόγο αναμένεται να αυξηθεί η εισαγωγική διείσδυση των κρασιών από τις χώρες του λεγόμενου «Νέου Κόσμου».
Πηγή: EMEA