“Πέφτει” η παραγωγή βασικών ειδών διατροφής

"Πέφτει" η παραγωγή βασικών ειδών διατροφής

Πτώση παρουσιάζει φέτος η παραγωγή βασικών ειδών διατροφής που αυξανόταν σταθερά τα προηγούμενα χρόνια ως το 2009, αν και σε ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, όπως το ρύζι, οι κομπόστες φρούτων και οι μερίδες νωπού-διατηρημένου με απλή ψύξη κοτόπουλου, παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση του όγκου παραγωγής.

Οι μεταβολές που σημειώνονται στην εγχώρια παραγωγή τροφίμων αντανακλούν, φυσικά, την προσαρμογή των αναγκών των ελληνικών νοικοκυριών στις νέες οικονομικές συνθήκες, αλλά και τη διευρυνόμενη, προφανώς, εξαγωγική δραστηριότητα των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, οι οποίες, λόγω της μείωσης της εγχώριας ζήτησης, αναζητούν αγορές στο εξωτερικό για τη διάθεση ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής τους.

Επί συνόλου 54 κατηγοριών ειδών διατροφής, όπως αυτές προσδιορίζονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, πτώση του όγκου παραγωγής την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2010, σε σύγκριση με την ίδια χρονική περίοδο του 2009, παρουσιάζουν οι 33 (61,1% του συνόλου), σε αντίθεση με τις υπόλοιπες 21 (38,9%), που εμφανίζουν άνοδο.

Δεδομένου ότι η πτώση αφορά πρωτίστως τις βασικότερες, από απόψεως όγκου, κατηγορίες προϊόντων, η συνολική παραγωγή τροφίμων στη χώρα μας το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2010 ήταν μειωμένη, σε σύγκριση με το ίδιο επτάμηνο του 2009, κατά 3,1%, υποχωρώντας σε επίπεδα τα οποία είναι κατώτερα από τα αντίστοιχα του έτους 2005 κατά 5,3%. Μείωση -και μάλιστα της τάξεως του 6%- είχε σημειωθεί και το 2009, σε σύγκριση με το 2008.

Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, κατά την εξεταζόμενη περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2010 μειώθηκε η παραγωγή, μεταξύ άλλων, παρθένου ελαιολάδου κατά 12,7%, ζυμαρικών κατά 3,7%, βουτύρου κατά 7,2%, επεξεργασμένου ρευστού γάλακτος κατά 2,7%, συμπυκνωμένου γάλακτος κατά 9,4% και γάλακτος υψηλών λιπαρών κατά 7%, ξηρών καρπών κατά 53,2%, κατεψυγμένων λαχανικών κατά 16% και συντηρημένων νωπών λαχανικών και φρούτων κατά 4,8%. Επίσης, μειώθηκε η παραγωγή γιαουρτιού κατά 1,45%, μαργαρινών και λοιπών βρώσιμων λιπών κατά 37%, τοματικών προϊόντων κατά 23%, εξευγενισμένων ελαίων κατά 9,95%, κατεψυγμένων αρτοσκευασμάτων κατά 19%, συμπυκνωμάτων καφέ κατά 8,6%, χυμών φρούτων και λαχανικών κατά 4,8%, κακάο κατά 11,6%, μπισκότων με γλυκαντικά ή σοκολάτα κατά 2,3% και παγωτών κατά 7%.

Συγχρόνως, στις σούπες και τους ζωμούς η μείωση έφθασε το 64,3%, στις γκοφρέτες ήταν 16,4%, στα αφεψήματα, τα τσιπς και τα όσπρια 5,1%, στα είδη σοκολάτας με δημητριακά, ξηρούς καρπούς ή φρούτα 27,7% και στα κουφέτα 7,8%.

Στον αντίποδα, την ίδια περίοδο κατεγράφη αύξηση της παραγωγής σε άλλες κατηγορίες τροφίμων. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε η παραγωγή, μεταξύ άλλων, ρυζιού κατά 11,5%, φρυγανιών κατά 5%, αλεύρων από σιτάρι κατά 5,75%, αλλαντικών κατά 4,3% και λοιπών κρεατοσκευασμάτων κατά 2,2%, τυροκομικών προϊόντων κατά 5,1%, γλυκών κουταλιού και των μαρμελάδων κατά 41,3%, απλών μπισκότων κατά 7,7% καβουρντισμένου καφέ κατά 1,9%.

Παράλληλα, ενώ μειώθηκε η παραγωγή των μη τεμαχισμένων νωπών ή κατεψυγμένων κοτόπουλων, παρήχθησαν 12,8% περισσότερες μερίδες νωπού-διατηρημένου με απλή ψύξη κοτόπουλου. Επίσης, παρήχθη 7,4% περισσότερο πλιγούρι, στις καραμέλες η αύξηση έφθασε το 131,1%, στις τσίχλες ήταν 11,8%, στις ζύμες αρτοποίησης 3,3%, στις απλές σοκολάτες 10,4%, στις κομπόστες 27,8% και στις σταφίδες 36,2%.

Σημειωτέον ότι η παραγωγή του κλάδου των τροφίμων αντιστοιχεί κατά την ΕΛ.ΣΤΑΤ, σύμφωνα με έρευνα που είχε διεξαχθεί το 2005, στο 18,2% της παραγωγής ολόκληρης της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας.

Πηγή: emea.gr