Στη Βουλή ο νέος  Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ) – Τι αλλάζει αναλυτικά

Κατατέθηκε στη Βουλή ο νέος ΚΦΔ. Με το υπόψη σχέδιο νόμου αναμορφώνεται ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022) και ρυθμίζονται λοιπά θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων προτείνονται τα εξής:

Ενότητα I

Καθιερώνεται νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.).

Οι κυριότερες προβλέψεις του νέου Κ.Φ.Δ. συνοψίζονται, κατά βάση, στα εξής:

α. Εξειδικεύονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Φορολογική Διοίκηση δύναται να αναστέλλει τη χρήση Α.Φ.Μ. ή να προβαίνει σε απενεργοποίησή του και ορίζεται η διάρκεια της αναστολής αυτής, κατά περίπτωση.
Η αναστολή ή απενεργοποίηση επιβάλλεται σε περίπτωση παύσης της οικονομικής δραστηριότητας, πτώχευσης ή αφερεγγυότητας ή διάπραξης σοβαρών αδικημάτων, όπως η φοροδιαφυγή, η λαθρεμπορία ή η νοθεία. Ορίζεται το ελάχιστο διάστημα διάρκειας της αναστολής. Σε περίπτωση φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίας ή νοθείας η αναστολή ξεκινά από την έκδοση της σχετικής πράξης της Διοίκησης. Στην περίπτωση της λαθρεμπορίας, η αναστολή ή απενεργοποίηση συνδέεται και με την ποινική διαδικασία, αν έχει ασκηθεί δίωξη για κακούργημα, και διαρκεί μέχρι τη δικάσιμο και, αν επιβληθεί ποινή, μέχρι την έκτιση της ποινής (άρθρο 10).

β. Επανακαθορίζονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η Φορολογική Διοίκηση απαιτεί εγγύηση από οποιαδήποτε οντότητα πρόκειται να ασκήσει δραστηριότητα επιχειρηματικού περιεχομένου, καθώς και τα κατώτατα και ανώτατα όρια αυτής.
Προβλέπεται η δυνατότητα έναρξης και μεταβολής άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Για περιπτώσεις φορολογουμένων, των οποίων ο Α.Φ.Μ. έχει ανασταλεί ή απενεργοποιηθεί για τους λόγους του άρθρου 10, προβλέπεται ότι η έναρξη της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας εξαρτάται από προηγούμενη παροχή εγγύησης και ορίζονται τα όρια αυτής. Ο περιορισμός αυτός ισχύει και για φυσικά πρόσωπα που συμμετείχαν στο εταιρικό ή μετοχικό κεφάλαιο ή στη διοίκηση νομικών προσώπων για τα οποία συνέτρεχαν οι λόγοι αναστολής ή απενεργοποίησης του Α.Φ.Μ.. Ορίζονται επίσης οι ειδικές υποχρεώσεις φορολογουμένων που υπόκεινται στον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και οι υποχρεώσεις ενημέρωσης της Φορολογικής Διοίκησης για μεταβολές που σχετίζονται με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας (άρθρο 11).

γ. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας, εάν ο φορολογούμενος έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε άλλη αρχή του δημόσιου τομέα (δέσμευση χορήγησης αποδεικτικού ενημερότητας), εφόσον η αρχή αυτή χρησιμοποιεί υπηρεσίες διαλειτουργικότητας για να ενημερώνει τη Φορολογική Διοίκηση για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων οφειλών που συνεπάγονται τη δέσμευση ενημερότητας, καθώς και για την τακτοποίηση των οφειλών, που συνεπάγονται άρση της δέσμευσης ενημερότητας (άρθρο 12).

δ. Φορολογούμενος που τηρεί βιβλία σύμφωνα με το απλογραφικό λογιστικό σύστημα δεν υποχρεούται να παράσχει αντίγραφο των βιβλίων του για τα φορολογικά έτη, για τα οποία δηλώνει ότι το σύνολο των σχετικών πληροφοριών εσόδων και εξόδων έχει διαβιβασθεί στην ψηφιακή πλατφόρμα «myDATA» (άρθρο 14).

ε. Οι εμποροβιομηχανικές εταιρίες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 καθώς και τα οριζόμενα νομικά πρόσωπα απαλλάσσονται από την υποχρέωση τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών τους συναλλαγών.

στ. Επανακαθορίζεται η διαδικασία ελέγχου της Φορολογικής Διοίκησης.

ζ. Η διάρκεια του φορολογικού ελέγχου ορίζεται σε έως ένα (1) έτος και δύναται να παραταθεί άπαξ κατά έξι (6) μήνες. Προϋπόθεση χορήγησης της παράτασης είναι η έναρξη της ελεγκτικής διαδικασίας εντός της αρχικής διάρκειας του φορολογικού ελέγχου. Περαιτέρω παράταση μέχρι έξι (6) ακόμη μήνες είναι δυνατή σε εξαιρετικές περιπτώσεις που αιτιολογούνται ειδικώς. Η διάρκεια του ελέγχου δεν αναστέλλει ούτε επιμηκύνει τον χρόνο παραγραφής. Αν από τον μέχρι τότε έλεγχο προκύψει πιθανότητα ποινικώς κολάσιμης φοροδιαφυγής, κατά τους αναφερόμενους ειδικότερους όρους, περί αδικήματος φοροδιαφυγής, επιτρέπεται, με απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ, παράταση της διάρκειας του ελέγχου μέχρι οκτώ (8) ακόμη μήνες, από τη λήξη της σχετικής προθεσμίας.

η. Έλεγχος κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διενεργείται και για τις υποθέσεις που διαβιβάζονται στη Φορολογική Διοίκηση από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας, εφόσον είναι μείζονος σημασίας ή προκύπτουν ενδείξεις ποινικά κολάσιμης φοροδιαφυγής.

θ. Αυτόματη οριστικοποίηση δήλωσης
Ο προσδιορισμός του φόρου γίνεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα, και με φορολογική δήλωση που έχει προσυμπληρωθεί αυτοματοποιημένα με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση και έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο φορολογούμενος δεν αντιταχθεί στο περιεχόμενο της δήλωσης μέχρι την προθεσμία υποβολής της, αυτή οριστικοποιείται αυτόματα (οίκοθεν προσδιορισμός φόρου).
Ο προληπτικός προσδιορισμός φόρου (πριν από την προθεσμία υποβολής της δήλωσης) αντικαθίσταται από τον ενδιάμεσο προσδιορισμό φόρου, ο οποίος μπορεί να γίνει από τη Φορολογική διοίκηση, σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Εξαιρετικές περιστάσεις συντρέχουν εάν:
i) η δραστηριότητα του φορολογούμενου είναι εποχική, ασκείται από επιχείρηση που έχει συσταθεί την τελευταία τριετία και υπάρχουν ενδείξεις φοροδιαφυγής όπως ενδεικτικά η μη υποβολή δηλώσεων ή
ii) υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα.
[Ο προληπτικός προσδιορισμός προβλέπεται σήμερα μόνο στη δεύτερη περίπτωση.] (άρθρο 36).

Άρθρο 36
Είδη προσδιορισμού φόρου

1. Πράξη προσδιορισμού φόρου είναι η πράξη με την οποία καθορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής ή απαίτησης του φορολογούμενου για μια (1) ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή για ένα (1) ή περισσότερα φορολογικά έτη ή διαχειριστικές περιόδους ή για μια (1) ή περισσότερες φορολογικές υποθέσεις. Με την πράξη προσδιορισμού φόρου συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολογική οφειλή ή απαίτηση του φορολογούμενου. Η πράξη αυτή καταχωρίζεται ως εισπρακτέο ή επιστρεπτέο ποσό στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης. Η Φορολογική Διοίκηση είναι αρμόδια να εκδίδει τις ακόλουθες πράξεις προσδιορισμού φόρου: α) πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου, β) πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου, γ) πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και δ) πράξη ενδιάμεσου προσδιορισμού φόρου.

2. Άμεσος προσδιορισμός φόρου είναι ο προσδιορισμός φόρου που προκύπτει χωρίς περαιτέρω ενέργεια, ταυτόχρονα με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης. Άμεσος είναι και ο προσδιορισμός που γίνεται ταυτόχρονα με την ενημέρωση της Φορολογικής Διοίκησης για τις πληροφορίες της δήλωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) που υποβάλλεται σε άλλο κράτος μέλος, στο πλαίσιο ειδικών καθεστώτων αντίστοιχων των άρθρων 47β, 47γ και 47δ του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000, Α’ 248), κατ’ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 47δ του Κανονισμού (ΕΕ) 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, «για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας» (L 268). Ο φορολογούμενος δύναται να τροποποιεί τη φορολογική δήλωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 23, και να καταβάλλει την επιπλέον διαφορά φόρου ή να αιτηθεί την επιστροφή του υπερβάλλοντος φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 42. Ο άμεσος προσδιορισμός φόρου, που προκύπτει από την τροποποιητική δήλωση, υποκαθιστά τον αρχικό άμεσο προσδιορισμό φόρου.

3. Ο προσδιορισμός φόρου κατόπιν της δήλωσης του φορολογούμενου που δεν γίνεται ταυτόχρονα με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης, σύμφωνα με την παρ. 2, γίνεται με έκδοση πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου από τη Φορολογική Διοίκηση (διοικητικός προσδιορισμός φόρου). Η πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται με βάση στοιχεία που έχουν τυχόν παρασχεθεί από τον φορολογούμενο σε φορολογική δήλωση ή κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση. Εάν η Φορολογική Διοίκηση προσδιορίσει τον φόρο ολικά ή μερικά με βάση στοιχεία διαφορετικά από αυτά που περιέχονται σε φορολογική δήλωση του φορολογούμενου, αναφέρει ειδικά τα στοιχεία αυτά, στα οποία βασίστηκε ο προσδιορισμός του φόρου.

4. Αν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει εμπροθέσμως φορολογική δήλωση, ο προσδιορισμός του φόρου δύναται να γίνεται με έκδοση πράξης εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου με βάση κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεσή της η Φορολογική Διοίκηση (εκτιμώμενος προσδιορισμός φόρου), και αφορά ιδίως στο επίπεδο διαβίωσης του φορολογούμενου, την άσκηση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του ή ομοειδείς επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες. Εάν, μετά την έκδοση της πράξης αυτής, ο φορολογούμενος υποβάλει φορολογική δήλωση, η πράξη αυτή παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εφόσον προβλέπεται στην οικεία φορολογική νομοθεσία, ο προσδιορισμός του φόρου γίνεται και με φορολογική δήλωση που έχει προσυμπληρωθεί αυτοματοποιημένα με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση και έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον ο φορολογούμενος δεν αντιταχθεί στο περιεχόμενο της δήλωσης μέχρι την προθεσμία υποβολής της, αυτή οριστικοποιείται αυτόματα (οίκοθεν προσδιορισμός φόρου).

5. Σε εξαιρετικές περιστάσεις, ο προσδιορισμός του φόρου μπορεί να γίνει από τη Φορολογική Διοίκηση με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτει και πριν από την προθεσμία υποβολής της φορολογικής δήλωσης (ενδιάμεσος προσδιορισμός φόρου). Εξαιρετικές περιστάσεις του πρώτου εδαφίου συντρέχουν αν:

α) η δραστηριότητα του φορολογούμενου είναι εποχική, ασκείται από επιχείρηση που έχει συσταθεί την τελευταία τριετία και υπάρχουν ενδείξεις φοροδιαφυγής όπως ενδεικτικά η μη υποβολή δηλώσεων, ή β) υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις ότι ο φορολογούμενος σκοπεύει να εγκαταλείψει τη χώρα.

Η πράξη προσδιορισμού φόρου συνοδεύεται από εντολή ελέγχου, με βάση την οποία εκδίδεται διορθωτικός προσδιορισμός φόρου εντός ενός (1) έτους από την έκδοση της πράξης ενδιάμεσου προσδιορισμού φόρου. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 72, ο φορολογούμενος δύναται να προσφύγει κατά πράξης ενδιάμεσου προσδιορισμού φόρου απευθείας ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής. Ο φορολογούμενος είτε καταβάλλει εφάπαξ τη φορολογική οφειλή που ορίζεται από τον ενδιάμεσο προσδιορισμό φόρου, είτε εξασφαλίζει την καταβολή αυτής, παρέχοντας εγγύηση ή αποδεχόμενος την εγγραφή βάρους επί της περιουσίας του υπέρ της Φορολογικής Διοίκησης για το συνολικό ποσό της φορολογικής οφειλής. Η εγγύηση και η εγγραφή βάρους διατηρούνται μέχρι την πλήρη εξόφληση της φορολογικής οφειλής.

6. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί, μετά από έλεγχο, σε έκδοση πράξης διόρθωσης οποιουδήποτε προηγούμενου άμεσου, διοικητικού, εκτιμώμενου ή ενδιάμεσου προσδιορισμού φόρου, εφόσον από τον έλεγχο διαπιστωθεί αιτιολογημένα ότι ο προηγούμενος προσδιορισμός φόρου ήταν ανακριβής ή εσφαλμένος (διορθωτικός προσδιορισμός φόρου). Ο διορθωτικός προσδιορισμός φόρου που εκδίδεται κατόπιν πλήρους φορολογικού ελέγχου υπόκειται σε μεταγενέστερη διόρθωση, μόνο εάν προκύψουν νέα στοιχεία. Ο φορολογούμενος δύναται να ζητά την έκδοση πράξης διόρθωσης διοικητικού προσδιορισμού φόρου, σε περίπτωση υποβολής δήλωσης σχετικά με την οποία έχει εκδοθεί πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου. Η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μόνο εφόσον κάνει αποδεκτή τη δήλωση. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να προβεί σε έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και αν δεν υποβλήθηκε δήλωση από τον φορολογούμενο και δεν έχει εκδοθεί πράξη εκτιμώμενου προσδιορισμού φόρου.

 

ι. Ορίζεται η ημερομηνία κοινοποίησης, αντί της ημερομηνίας έκδοσης της πράξης προσδιορισμού φόρου, ως χρόνος έναρξης της προθεσμίας παραγραφής του από τη Φορολογική Διοίκηση.

Σε περίπτωση υποβολής δήλωσης κατά το τελευταίο έτος της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, η πράξη διοικητικού ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου μπορεί να κοινοποιηθεί εντός ενός (1) έτους από τη λήξη του έτους υποβολής της ως άνω δήλωσης (άρθρο 37).

ια. Επικαιροποιείται η απαρίθμηση των εκτελεστών τίτλων, δυνάμει των οποίων πραγματοποιείται η είσπραξη των φόρων και των λοιπών εσόδων του Δημοσίου.

ιβ. Συμπληρώνεται το νομοθετικό πλαίσιο για την αμοιβαία συνδρομή στην είσπραξη απαιτήσεων από φόρους.

ιγ. Ενοποιούνται οι ρυθμίσεις που αφορούν στις παραβάσεις της μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής φορολογικών δηλώσεων και δηλώσεων πληροφοριακού χαρακτήρα καθώς και της παράλειψης χορήγησης στοιχείων που ζητούνται από τη Φορολογική Διοίκηση με τις αντίστοιχες κυρώσεις.

Απαλείφεται ως παράβαση επισύρουσα κύρωση, η παράλειψη γνωστοποίησης στη Φορολογική Διοίκηση του διορισμού φορολογικού αντιπροσώπου.

ιδ.  Προβλέπεται η δυνατότητα αποδοχής από τον φορολογούμενο των πράξεων του φορολογικού ελέγχου σε διάφορα στάδια της διαδικασίας, προς τον σκοπό ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και των δημοσίων εσόδων, καθώς και της ταχύτερης δυνατής περάτωσης της σχετικής εκκρεμότητας. Ειδικότερα, εάν ο φορολογούμενος αναγνωρίσει την κύρια οφειλή του, τα πρόστιμα μειώνονται κατά ποσοστά, τα οποία διαμορφώνονται αναλόγως του σταδίου επέλευσης της αποδοχής από αυτόν (άρθρο75).

Άρθρο 75 Αποδοχή πράξεων στο πλαίσιο φορολογικού ελέγχου

Τα πρόστιμα που οφείλονται δυνάμει του παρόντος μειώνονται, αν ο φορολογούμενος αποδεχθεί την κύρια οφειλή του, κατά ποσοστά, τα οποία διαμορφώνονται σύμφωνα με τα παρακάτω στάδια:

α) μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή πρόσκλησης παροχής πληροφοριών του άρθρου 14, και έως την παρέλευση της προθεσμίας για την υποβολή εκπρόθεσμης αρχικής ή τροποποιητικής δήλωσης από την κοινοποίηση προσωρινού διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, με βάση την παρ. 1 του άρθρου 22 ή την παρ. 3 του άρθρου 23 του παρόντος, κατά περίπτωση, τα πρόστιμα μειώνονται κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%),

β) μετά την κοινοποίηση οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου και ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Δ.Ε.Δ., τα πρόστιμα μειώνονται κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%),

γ) μετά την κοινοποίηση της απόφασης της Δ.Ε.Δ. και ενόσω διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ενώπιον αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου πρώτου βαθμού, τα πρόστιμα μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), και

δ) μετά την άσκηση δικαστικής προσφυγής και έως την προηγούμενη ημέρα της αρχικά ορισθείσας ημερομηνίας για την εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, τα πρόστιμα μειώνονται κατά ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%).

2. Στην περ. β) της παρ. 1, εφόσον έχει ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, η αποδοχή της κύριας οφειλής θεωρείται αυτοδίκαιη παραίτηση από την ασκηθείσα ενδικοφανή προσφυγή. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της περ. γ) της παρ. 1 είναι να μην έχει ασκηθεί προσφυγή ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της περ. δ) της παρ. 1 είναι η παραίτηση από την ήδη ασκηθείσα προσφυγή.

3. Η καταβολή του ποσού της συνολικής προκύπτουσας οφειλής του φορολογουμένου μετά τη μείωση του προστίμου με βάση την παρ. 1 δύναται να ολοκληρωθεί σε έως δώδεκα (12) δόσεις. Ο αριθμός των δόσεων προσδιορίζεται με τη δήλωση της παρ. 4. Το ποσό της κύριας οφειλής μετά την αφαίρεση του ποσού αυτής που καταβάλλεται με βάση το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 επιβαρύνεται, μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της δήλωσης και έως την πλήρη εξόφληση με επιτόκιο ίσο με το επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά τον χρόνο υποβολής της, προσαυξημένο κατά πέντε (5) εκατοστιαίες μονάδες, ετησίως υπολογισμένο.

4. Το δικαίωμα της παρ. 1 ασκείται με δήλωση του φορολογούμενου προς την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων που υποβάλλεται ψηφιακά και παράγει αποτελέσματα αν ο φορολογούμενος καταβάλει ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί του κύριου φόρου εντός τριών (3) ημερών από την υποβολή της. Η δήλωση έχει ως συνέπεια την ανέκκλητη αποδοχή των αποτελεσμάτων του φορολογικού ελέγχου και της προσωρινής ή οριστικής πράξης προσδιορισμού φόρου ή της πράξης επιβολής προστίμου ή της απόφασης της Δ.Ε.Δ..

5. Η μη εμπρόθεσμη καταβολή δόσης ή η μη εξόφληση στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής συνεπάγεται άρση της έκπτωσης με βάση τις διατάξεις του παρόντος και καθιστά την συνολική οφειλή, ως είχε πριν τη μείωση του αναλογικού προστίμου, ληξιπρόθεσμη, αφαιρουμένου τυχόν ποσού που καταβλήθηκε προηγουμένως με βάση την παρ. 4 κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1.

6. Τα πρόστιμα που εμπίπτουν στο παρόν καταλαμβάνουν:

α) τους πρόσθετους φόρους του άρθρου 1 του ν. 2523/1997 (Α’179), και

β) τα πρόστιμα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 54 και της παρ. 6 του άρθρου 53.

Στο άρθρο 84 παρ. 3 ορίζεται επίσης ότι : 3. Για τους ελέγχους που διενεργούνται με βάση τον παρόντα και μέχρι και την 30ή Σεπτεμβρίου 2024 εφαρμόζεται αποκλειστικά η περ. α) της παρ. 1 του άρθρου 75, αν η προκύπτουσα οφειλή εξοφληθεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τον προσδιορισμό του φόρου.

 

ιε. Αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινικών κυρώσεων για τα αναφερόμενα εγκλήματα φοροδιαφυγής.

Συγκεκριμένα:

– απαλείφεται η διαζευκτική κύρωση της χρηματικής ποινής του άρθρου 57 του ΠΚ

– επανακαθορίζονται τα ανώτατα χρονικά όρια των ποινικών κυρώσεων φυλάκισης και κάθειρξης για τα οριζόμενα στη διάταξη εγκλήματα.

ιστ. Παρέχονται οι απαιτούμενες εξουσιοδοτήσεις για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων εφαρμογής των προτεινόμενων διατάξεων.

ιζ. Παρατίθενται οι μεταβατικής ισχύος διατάξεις του υπό ψήφιση σχεδίου νόμου και οι καταργούμενες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. (άρθρα 1-86)

 

Ενότητα II

1. α. Ορίζεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, η σειρά κατά την οποία πιστώνονται ή συμψηφίζονται κατά προτεραιότητα οι οριζόμενες
i) καταβολές έναντι δόσεων ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής,
ii) αποδόσεις παρακράτησης,
iii) επιστροφές φόρων και αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε ανεξόφλητες δόσεις ρυθμίσεων τμηματικής καταβολής.

β. Προσδιορίζονται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα, οι περιπτώσεις απώλειας των ανωτέρω ρυθμίσεων τμηματικών καταβολών οφειλών. (άρθρο 87)

2.Τροποποιούνται διατάξεις των αναφερόμενων πλαισίων ρύθμισης οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση, προκειμένου να αυξηθεί ανά κατηγορία και περίπτωση, το χρονικό περιθώριο απώλειάς τους.  (άρθρα 88-91)

3. Καταργείται ο φόρος με συντελεστή δύο τοις χιλίοις (2ο/οο) στον δανεισμό μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών που πραγματοποιείται εξωχρηματιστηριακά (ν.4038/2012). (άρθρο 92)

4. Απαλλάσσεται από φορολόγηση το εισόδημα από τόκους από τα προϊόντα δανεισμού τίτλων της Αγοράς Παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών που αποκτούν φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες. (άρθρο 93)

5. Απαριθμούνται οι κατηγορίες των συμβάσεων και συναλλαγών για τις οποίες απαλείφεται η υποχρέωση των οικονομικών φορέων υποβολής στις αναθέτουσες αρχές, ηλεκτρονικών τιμολογίων, κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων του άρθρου 149 του ν. 4601/2019. (άρθρα 94 & 95)

6. Προβλέπεται ότι, για τη βεβαίωση οφειλών από την κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Δ.), για δάνεια από πιστωτικά ιδρύματα τα οποία στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν ως περιουσιακά στοιχεία λόγω διαδοχής που έλαβε χώρα έως την 31.12.2013, την έλλειψη οποιουδήποτε στοιχείου, εγγράφου ή δικαιολογητικού που απαιτείται δυνάμει της αναφερόμενης κ.υ.α., αναπληρώνει βεβαίωση του πιστωτικού ιδρύματος που λόγω της ανωτέρω διαδοχής κατέχει το δάνειο, ή του φορέα στον οποίο έχει στη συνέχεια μεταβιβαστεί ή ο οποίος διαχειρίζεται το δάνειο.

Με βάση τα ανωτέρω εξετάζονται τόσο εκκρεμή στην αρμόδια Διεύθυνση Κρατικών Εγγυήσεων και Κίνησης Κεφαλαίων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) αιτήματα, όσο και αιτήματα κατάπτωσης που έχουν απορριφθεί για τους ανωτέρω λόγους και τα οποία επανυποβάλλονται με επικαιροποιημένα στοιχεία, χωρίς να θεωρούνται νέα αιτήματα κατάπτωσης, με μέριμνα των πιστωτικών ιδρυμάτων, εντός της οριζόμενης αποκλειστικής προθεσμίας. (άρθρο 96)

7. Προβλέπεται η αναστολή του χρόνου παραγραφής των εν γένει αξιώσεων τόσο του αιτούντος, όσο και του Ε.Δ. από την υποβολή κάθε αιτήματος για την κατάπτωση εγγύησης του Ε.Δ. στην αρμόδια Διεύθυνση του Γ.Λ.Κ. και μέχρι η εν λόγω Διεύθυνση να αποφανθεί οριστικά επί του υποβληθέντος αιτήματος κατάπτωσης.

Η αναστολή αυτή εφαρμόζεται και για εκκρεμή αιτήματα κατάπτωσης που έχουν υποβληθεί από πιστωτικά ιδρύματα ή φορείς διαχείρισης δανείων, καθώς και για αιτήματα κατάπτωσης που επανυποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 96 του υπό ψήφιση σχεδίου νόμου. (άρθρο 97)

8.Ορίζεται ότι, στα δάνεια που έχουν παρασχεθεί με την εγγύηση του Ε.Δ., δυνάμει των οριζόμενων υπουργικών αποφάσεων, προκειμένου τα πιστωτικά ιδρύματα να εξοφληθούν από το Ε.Δ., υποβάλλουν το αίτημα κατάπτωσης με τα οριζόμενα δικαιολογητικά, μετά την παρέλευση τριμήνου από την ολοσχερή ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων ή από την έναρξη της δικαστικής επιδίωξης κατά του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή ή του συνυπόχρεου του προς είσπραξη του συνόλου των ανεξόφλητων απ αιτήσεων με σκοπό την ολοσχερή ρευστοποίηση των τυχόν ληφθεισών εξασφαλίσεων. (άρθρο 98)

9.Καθορίζεται η διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης απαιτήσεων από κατάπτωση εγγύησης του Ε.Δ. σε περίπτωση θανάτου πρωτοφειλέτη, εγγυητή ή συνυπόχρεου ή σε περίπτωση λύσης, εκκαθάρισης ή διαγραφής νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο. (άρθρο 99)

10. Συμπληρώνεται το άρθρο 12 του ν. 3869/2010 και διευκρινίζεται ότι, τα δικαιώματα των πιστωτών έναντι του Ε.Δ. ως εγγυητή του οφειλέτη δεν θίγονται. Ο περιορισμός ή η πλήρης εξάλειψη της κύριας οφειλής φυσικού προσώπου, ως αποτέλεσμα δικαστικού συμβιβασμού, ή ως συνέπεια ρύθμισης με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, δεν επιφέρει αντίστοιχα περιορισμό ή εξάλειψη της εγγυητικής ευθύνης του Ε.Δ. για την οφειλή αυτή έναντι των πιστωτών. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται της αναγωγικής ευθύνης του έναντι του Ε.Δ. μόνο ως προς το μέρος της κύριας οφειλής που περιορίζεται ή εξαλείφεται.(άρθρο 100)

11. Προβλέπεται ότι, η εγκυρότητα της εγγύησης του Ε.Δ. στις δανειακές συμβάσεις που συνομολογήθηκαν κατά το οριζόμενο χρονικό διάστημα για την αποκατάσταση των παλιννοστούντων ομογενών από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, δεν εξαρτάται από το εάν έχει εγγραφεί υπέρ των πιστωτικών ιδρυμάτων υποθήκη ή προσημείωση επί των δανειοδοτούμενων ακινήτων. (άρθρο 101)

12. Τροποποιούνται-συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 4738/2020 περί συνεργασίας χρηματοδοτικών φορέων για τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων έναντι του ίδιου οφειλέτη.

Συγκεκριμένα προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:

α.Αναστέλλονται, από την ημερομηνία οριστικής υποβολής της αίτησης για την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής, καθώς και για όσο χρονικό διάστημα είναι σε ισχύ η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών για τις οποίες έχει παρασχεθεί η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, η παραγραφή των αξιώσεων των χρηματοδοτικών φορέων κατά του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και η προθεσμία υποβολής αιτημάτων κατάπτωσης.

β.Προβλέπεται:

– Στην περίπτωση διαγραφής μέρους της ρυθμιζόμενης οφειλής:

i) η δυνατότητα από πλευράς χρηματοδοτικών φορέων υποβολής αιτήματος εφάπαξ καταβολής από το Ελληνικό Δημόσιο του εγγυημένου μέρους του διαγραφόμενου ποσού και

ii) η εξόφληση από το Ελληνικό Δημόσιο, των υποχρεώσεών του ως εγγυητής ως προς το ποσό της κύριας οφειλής που διαγράφεται πλήρως, χωρίς τη βεβαίωση του ποσού αυτού, ως εσόδου του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα.

– Στην περίπτωση καταγγελίας της Σύμβασης Αναδιάρθρωσης, κατά τα οριζόμενα στην προτεινόμενη διάταξη:

ι) επέρχεται η αναβίωση της αρχικής, πριν από τη Σύμβαση Αναδιάρθρωσης, οφειλής,

ιι) η οφειλή καθίσταται ληξιπρόθεσμη και άμεσα απαιτητή, αφαιρουμένων των τυχόν καταβληθέντων ποσών στο πλαίσιο της εν λόγω ρύθμισης καθώς και από το Ελληνικό Δημόσιο ως εγγυητή,

ιιι) παρέχεται στους χρηματοδοτικούς φορείς η δυνατότητα υποβολής αιτήματος κατάπτωσης της εγγύησης για το υπόλοιπο της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε μετά την αναβίωση. (άρθρο 102)

13. Καθιερώνεται, στην περίπτωση επίσπευσης πλειστηριασμού επί ακινήτου που βαρύνεται με υποθήκη υπέρ του ΤΠΔ, η υποχρέωση από πλευράς επισπεύδοντος, κοινοποίησης των αναφερόμενων εγγράφων, στο εν λόγω Ταμείο. (άρθρα 103 & 104)

14 .α. Παρέχεται το δικαίωμα, υπό τις οριζόμενες προϋποθέσεις, στους γονείς άτεκνου και άγαμου υπαλλήλου ή στρατιωτικού, θανόντος σε διατεταγμένη υπηρεσία, να επιλέξουν αντί του εφάπαξ οικονομικού βοηθήματος της παρ. 17 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998, την προβλεπόμενη στην υπό ψήφιση διάταξη σύνταξη.

β. Καθορίζεται το πλαίσιο χορήγησης της ανωτέρω σύνταξης.

γ. Προβλέπεται η καταβολή του αναφερόμενου εφάπαξ οικονομικού βοηθήματος στα αδέρφια του θανόντος, στην περίπτωση που οι γονείς του έχουν αποβιώσει.

δ. Παρακρατείται, κατά το οριζόμενο ποσοστό, μέρος της χορηγηθείσας στους γονείς του θανόντος σύνταξης και έως την εξόφληση της σχετικής οφειλής, στην περίπτωση κατά την οποία μέχρι την έναρξη ισχύος της προτεινόμενης διάταξης, τους έχει ήδη καταβληθεί το οικονομικό βοήθημα του άρθρου 8 του ν. 2592/1998. (άρθρο 105)

15. Συμπληρώνονται διατάξεις του Κώδικα Κοινωφελών Περιουσιών και Σχολαζουσών Κληρονομιών (ν. 4182/2013) και προβλέπεται διατύπωση γνώμης της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες για τη νομιμότητα της προέλευσης των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται στο υπό σύσταση κοινωφελές ίδρυμα από τον εκάστοτε ιδρυτή, πριν την έκδοση του οικείου Προεδρικού Διατάγματος για τη σύστασή του, ως ιδιαίτερου νομικού προσώπου.  (άρθρα 106 & 107)

16. α. Επανακαθορίζεται η περιοχή δραστηριότητας της Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης Θεσσαλονίκης (Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε.), από την οποία εξαιρείται η Βιομηχανική Περιοχή Θεσσαλονίκης (και ήδη Επιχειρηματικό Πάρκο Θεσσαλονίκης τύπου Α1).

β. Προβλέπεται η παροχή στις ευρισκόμενες στο ανωτέρω Επιχειρηματικό Πάρκο εγκαταστάσεις καταναλωτών, των αναφερόμενων υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης, από την οικεία Εταιρεία Ανάπτυξης και Διαχείρισης Επιχειρηματικού Πάρκου (Ε.Α.Δ.Ε.Π.).(άρθρο 108)

17. Προβλέπεται η υπό προϋποθέσεις αυτοδίκαιη παράταση έως την οριζόμενη ημερομηνία, των αναφερόμενων διαδικασιών ειδικής διαχείρισης του άρθρου 76 του ν. 4307/2014.  (άρθρο 109)

18. Καταβάλλεται η οριζόμενη ειδική αποζημίωση και στα αναφερόμενα όργανα απογραφής, τα οποία απασχολήθηκαν στη συλλογή των στοιχείων της Απογραφής Πληθυσμού-Κατοικιών έτους 2021 και δεν αποζημιώθηκαν για την απασχόληση αυτή.  (άρθρα 110 & 111)